πεντάφυλλος: Difference between revisions
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
(6_17) |
(31) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεντάφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 4· ―πεντάφυλλον, τό, [[βοτάνη]] τις, Λατ. quinquefolium, Ἱππ. 474. 1., 497. 10· «τὸ πεντάφυλλον ... κλῶνας φέρει καρφοειδεῖς, ἐφ’ ὧν ὁ καρπός· φύλλα δὲ ἔχει ἐοικότα ἡδυόσμῳ [[πέντε]] καθ’ ἕκαστον μίσχον, σπανίως δὲ πλείονα· φύεται δὲ ἐν ἐφύδροις τόποις καὶ τοῖς ὀχετοῖς» Διοσκ. 4. 42. | |lstext='''πεντάφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 4· ―πεντάφυλλον, τό, [[βοτάνη]] τις, Λατ. quinquefolium, Ἱππ. 474. 1., 497. 10· «τὸ πεντάφυλλον ... κλῶνας φέρει καρφοειδεῖς, ἐφ’ ὧν ὁ καρπός· φύλλα δὲ ἔχει ἐοικότα ἡδυόσμῳ [[πέντε]] καθ’ ἕκαστον μίσχον, σπανίως δὲ πλείονα· φύεται δὲ ἐν ἐφύδροις τόποις καὶ τοῖς ὀχετοῖς» Διοσκ. 4. 42. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πεντάφυλλος]], -ον, ΝΑ, ουδ. και [[πεντέφυλλον]] και [[πεμπτάφυλλον]], Α<br /><b>1.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που έχει [[πέντε]] φύλλα («πεντάφυλλα ῥόδα», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πεντάφυλλο</i>- [[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- / <i>πεντε</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> [[επτά]]-<i>φυλλος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 557] fünfblätterig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πέντε φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 4· ―πεντάφυλλον, τό, βοτάνη τις, Λατ. quinquefolium, Ἱππ. 474. 1., 497. 10· «τὸ πεντάφυλλον ... κλῶνας φέρει καρφοειδεῖς, ἐφ’ ὧν ὁ καρπός· φύλλα δὲ ἔχει ἐοικότα ἡδυόσμῳ πέντε καθ’ ἕκαστον μίσχον, σπανίως δὲ πλείονα· φύεται δὲ ἐν ἐφύδροις τόποις καὶ τοῖς ὀχετοῖς» Διοσκ. 4. 42.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάφυλλος, -ον, ΝΑ, ουδ. και πεντέφυλλον και πεμπτάφυλλον, Α
1. (για φυτό) αυτός που έχει πέντε φύλλα («πεντάφυλλα ῥόδα», Θεόφρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάφυλλο- είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. επτά-φυλλος].