περιγίγνομαι: Difference between revisions

32
(Autenrieth)
(32)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=be [[superior]], [[surpass]]; τινός, Ψ 31, Od. 8.102.
|auten=be [[superior]], [[surpass]]; τινός, Ψ 31, Od. 8.102.
}}
{{grml
|mltxt=και περιγίνομαι Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ανώτερος]] από κάποιον, [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] πιο [[δυνατός]] από κάποιον, [[υπερισχύω]], [[νικώ]]<br /><b>3.</b> [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]] [[μετά]] από ένα [[γεγονός]] ή [[μετά]] τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, [[επιζώ]]<br /><b>4.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[περισσεύω]], [[πλεονάζω]], [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]]<br /><b>5.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[υπολείπομαι]], [[μένω]] ως [[κέρδος]] ή ως [[αποτέλεσμα]] («τοῑς... [[τότε]] πεισθεῑσιν ἡ [[σωτηρία]] περιεγένετο» — για εκείνους που είχαν πεισθεί η [[σωτηρία]] ήταν το [[κέρδος]], <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> (το αρσ. της μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>oἱ περιγενόμενοι</i><br />οι επιζήσαντες, οι διασωθέντες<br /><b>7.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ περιγιγνόμενα</i><br />τα εισοδήματα.
}}
}}