περίτριμμα: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />chose usée tout autour ; <i>fig.</i> ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique <i>en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιτρίβω]].
|btext=ατος (τό) :<br />chose usée tout autour ; <i>fig.</i> ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique <i>en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιτρίβω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[περιτρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτό που αποβάλλεται με [[τριβή]] από [[κάτι]], απότριμμα, [[θρύμμα]], απόρριμα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άνθρωπος]] [[ευτελής]], [[τιποτένιος]], [[κάθαρμα]] (α. «[[περίτριμμα]] της κοινωνίας» β. «ψευδῶν [[συγκολλητής]]... [[εὑρησιεπής]], περίτριμμ' ἀγορᾱ...», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> χιτινώδες [[πλαίσιο]] τών στιγμάτων στα έντομα<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκεύασμα]] για [[εντριβή]].
}}
}}