3,277,700
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίτριμμα''': τό, [[πρᾶγμα]] διὰ τῆς τριβῆς λεανθέν· μεταφορ., π. δικῶν, δικηγορίσκος εἰς μικρὰς ὑποθέσεις ἀσχολούμενος καὶ [[παμπόνηρος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 447· π. ἀγορᾶς Δημ. 269.19· πρβλ. [[ἐπίτριμμα]], [[ἐπίτριπτος]], | |lstext='''περίτριμμα''': τό, [[πρᾶγμα]] διὰ τῆς τριβῆς λεανθέν· μεταφορ., π. δικῶν, δικηγορίσκος εἰς μικρὰς ὑποθέσεις ἀσχολούμενος καὶ [[παμπόνηρος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 447· π. ἀγορᾶς Δημ. 269.19· πρβλ. [[ἐπίτριμμα]], [[ἐπίτριπτος]], | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />chose usée tout autour ; <i>fig.</i> ἀγορᾶς DÉM pilier de place publique <i>en parl. d’un flâneur ou d’un intrigant</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιτρίβω]]. | |||
}} | }} |