πνευματοειδής: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_2) |
(33) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πνευματοειδής''': [[περιστερά]], ἐν εἴδει τοῦ πνεύματος, Θ. Στουδ. σ. 705, ἔκδ. Mi. | |lstext='''πνευματοειδής''': [[περιστερά]], ἐν εἴδει τοῦ πνεύματος, Θ. Στουδ. σ. 705, ἔκδ. Mi. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που έχει τη [[μορφή]] πνεύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πνεῦμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |