πνευματοειδής

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek (Liddell-Scott)

πνευματοειδής: περιστερά, ἐν εἴδει τοῦ πνεύματος, Θ. Στουδ. σ. 705, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που έχει τη μορφή πνεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -ειδής].