ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
πνευματοειδής: περιστερά, ἐν εἴδει τοῦ πνεύματος, Θ. Στουδ. σ. 705, ἔκδ. Mi.
-ές, Μαυτός που έχει τη μορφή πνεύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -ειδής].