ποικιλύφαντος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(6_2)
 
(33)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικιλύφαντος''': [[πέπλος]], ὁ ποικίλως ἐξυφασμένος, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ζ, 41.
|lstext='''ποικιλύφαντος''': [[πέπλος]], ὁ ποικίλως ἐξυφασμένος, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ζ, 41.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />(για πέπλο) ο υφασμένος με ποικιλόχρωμα νήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[ὑφαντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑφαίνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλύφαντος: πέπλος, ὁ ποικίλως ἐξυφασμένος, Ἰω. Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Ζ, 41.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για πέπλο) ο υφασμένος με ποικιλόχρωμα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ὑφαντός (< ὑφαίνω)].