προορισμός: Difference between revisions

34
(6_14)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προορισμός''': ὁ, [[πρότερος]] [[ὁρισμός]], Ἱππ. 26. 31· οὕτω, προόρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. οὔρους· ― προόρῐσις, εως, ἡ, Ἐκκλ.
|lstext='''προορισμός''': ὁ, [[πρότερος]] [[ὁρισμός]], Ἱππ. 26. 31· οὕτω, προόρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. οὔρους· ― προόρῐσις, εως, ἡ, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[προορίζω]]<br />προκαθορισμός, [[καθορισμός]] εκ τών προτέρων (α. «[[προορισμός]] του Ιδρύματος [[είναι]] να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και της ευρύτερης περιοχής<br />β. «τῆς θείας κελεύσεως [[ἔργον]] ἐστὶν ὁ [[προορισμός]]», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]], [[αποστολή]] («[[προορισμός]] του σχολείου [[είναι]] η [[διάπλαση]] πολύπλευρης προσωπικότητας στα [[παιδιά]]»)<br /><b>2.</b> [[κατεύθυνση]] (α. «το [[αεροπλάνο]] αναχώρησε με προορισμό τη [[Ρώμη]]»)<br /><b>3.</b> [[τέρμα]] ενέργειας ή προσπάθειας («οι ορειβάτες, [[έπειτα]] από επίπονη [[πορεία]], έφθασαν στον προορισμό τους, στο ορεινό [[καταφύγιο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[απόλυτος]] [[προορισμός]]»<br /><b>θεολ.</b> προτεσταντική [[διδασκαλία]] [[κατά]] την οποία ο [[θεός]] έχει προορίσει ορισμένους ανθρώπους για τη [[σωτηρία]] και άλλους για την αιώνα [[τιμωρία]].
}}
}}