προορισμός
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ὁ, early determination, Hp.Praec.3.
German (Pape)
[Seite 738] ὁ, vorhergegangene Begränzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
προορισμός: ὁ, πρότερος ὁρισμός, Ἱππ. 26. 31· οὕτω, προόρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λ. οὔρους· ― προόρῐσις, εως, ἡ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ προορίζω
προκαθορισμός, καθορισμός εκ τών προτέρων (α. «προορισμός του Ιδρύματος είναι να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και της ευρύτερης περιοχής
β. «τῆς θείας κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός», Δαμασκ. Ι.)
νεοελλ.
1. σκοπός, αποστολή («προορισμός του σχολείου είναι η διάπλαση πολύπλευρης προσωπικότητας στα παιδιά»)
2. κατεύθυνση (α. «το αεροπλάνο αναχώρησε με προορισμό τη Ρώμη»)
3. τέρμα ενέργειας ή προσπάθειας («οι ορειβάτες, έπειτα από επίπονη πορεία, έφθασαν στον προορισμό τους, στο ορεινό καταφύγιο»)
4. φρ. «απόλυτος προορισμός»
θεολ. προτεσταντική διδασκαλία κατά την οποία ο θεός έχει προορίσει ορισμένους ανθρώπους για τη σωτηρία και άλλους για την αιώνα τιμωρία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προορισμός -οῦ, ὁ [προορίζω] vroege vaststelling.