προὔγγυος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(6_1)
(35)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προὔγγῠος''': (ἢ ὀρθότ. προύγγυος), ον, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ [[προέγγυος]], Δωρικ. [[πρώγγυος]].
|lstext='''προὔγγῠος''': (ἢ ὀρθότ. προύγγυος), ον, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ [[προέγγυος]], Δωρικ. [[πρώγγυος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που προσφέρεται ως [[εγγυητής]], [[προέγγυος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔγγυος]] «[[εγγυητής]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 794] statt προέγγυος, Bürgschaft leistend, Sp., dor. πρὤγγυος, u. davon das Verbum πρωγγυεύω, Bürgschaft leisten, Tab. Heracl.

Greek (Liddell-Scott)

προὔγγῠος: (ἢ ὀρθότ. προύγγυος), ον, κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέγγυος, Δωρικ. πρώγγυος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που προσφέρεται ως εγγυητής, προέγγυος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔγγυος «εγγυητής»].