σκερός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(6_3)
 
(37)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκερός''': «[[αἰδοιολείκτης]]» Ἡσύχ.
|lstext='''σκερός''': «[[αἰδοιολείκτης]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[αἰδοιολείκτης]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σκερός: «αἰδοιολείκτης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιολείκτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].