σκίδνημι: Difference between revisions

37
(Bailly1_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />disperser, répandre;<br /><i>Pass.-Moy. plus us.</i> [[σκίδναμαι]] (<i>seul. prés., impf.</i> ἐσκιδνάμην, <i>ao. Pass.</i> ἐσκιδνάσθην) se disperser, se répandre, s’épancher.<br />'''Étymologie:''' R. Σκιδ, disperser ; cf. [[σκεδάννυμι]].
|btext=<i>seul. prés.</i><br />disperser, répandre;<br /><i>Pass.-Moy. plus us.</i> [[σκίδναμαι]] (<i>seul. prés., impf.</i> ἐσκιδνάμην, <i>ao. Pass.</i> ἐσκιδνάσθην) se disperser, se répandre, s’épancher.<br />'''Étymologie:''' R. Σκιδ, disperser ; cf. [[σκεδάννυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(δ. τ. του [[σκεδάννυμι]])<br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[σκίδναμαι]]<br />α) (για συγκεντρωμένο [[πλήθος]]) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα [[ἕκαστος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για [[οσμή]]) διαχέομαι, διαδίδομαι («[[εὐωδία]] ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (για την [[κόρη]] του οφθαλμού) διαστέλλομαι<br />δ) (για τον εισπνεόμενο αέρα) εξαπλώνομαι σε όλο το αναπνευστικό [[σύστημα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ» — [[αμέσως]] [[μετά]] την [[ανατολή]] του Ηλίου<br />β) «σκιδναμένης Δήμητρος» — [[κατά]] την [[εποχή]] της [[σποράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αθέματος]] ενεστ. <i>σκίδ</i>-<i>νη</i>-<i>μι</i> έχει σχηματιστεί με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>νη</i>-<i>μι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δάμ</i>-<i>νη</i>-<i>μι</i>) από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[σκεδάννυμι]] με [[φωνήεν]] στήριξης -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κίρ</i>-<i>νημι</i>, <i>πίτ</i>-<i>νημι</i>)].
}}
}}