Anonymous

σκίδνημι: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(δ. τ. του [[σκεδάννυμι]])<br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[σκίδναμαι]]<br />α) (για συγκεντρωμένο [[πλήθος]]) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα [[ἕκαστος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για [[οσμή]]) διαχέομαι, διαδίδομαι («[[εὐωδία]] ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (για την [[κόρη]] του οφθαλμού) διαστέλλομαι<br />δ) (για τον εισπνεόμενο αέρα) εξαπλώνομαι σε όλο το αναπνευστικό [[σύστημα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ» — [[αμέσως]] [[μετά]] την [[ανατολή]] του Ηλίου<br />β) «σκιδναμένης Δήμητρος» — [[κατά]] την [[εποχή]] της [[σποράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αθέματος]] ενεστ. <i>σκίδ</i>-<i>νη</i>-<i>μι</i> έχει σχηματιστεί με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>νη</i>-<i>μι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δάμ</i>-<i>νη</i>-<i>μι</i>) από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[σκεδάννυμι]] με [[φωνήεν]] στήριξης -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κίρ</i>-<i>νημι</i>, <i>πίτ</i>-<i>νημι</i>)].
|mltxt=Α<br />(δ. τ. του [[σκεδάννυμι]])<br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[σκίδναμαι]]<br />α) (για συγκεντρωμένο [[πλήθος]]) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα [[ἕκαστος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (για [[οσμή]]) διαχέομαι, διαδίδομαι («[[εὐωδία]] ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (για την [[κόρη]] του οφθαλμού) διαστέλλομαι<br />δ) (για τον εισπνεόμενο αέρα) εξαπλώνομαι σε όλο το αναπνευστικό [[σύστημα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ» — [[αμέσως]] [[μετά]] την [[ανατολή]] του Ηλίου<br />β) «σκιδναμένης Δήμητρος» — [[κατά]] την [[εποχή]] της [[σποράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αθέματος]] ενεστ. <i>σκίδ</i>-<i>νη</i>-<i>μι</i> έχει σχηματιστεί με ενεστ. [[επίθημα]] -<i>νη</i>-<i>μι</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δάμ</i>-<i>νη</i>-<i>μι</i>) από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[σκεδάννυμι]] με [[φωνήεν]] στήριξης -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>κίρ</i>-<i>νημι</i>, <i>πίτ</i>-<i>νημι</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκίδνημι:''' ισοδ. [[τύπος]] του [[σκεδάννυμι]], [[σκορπίζω]], [[διασκορπίζω]] — Παθ., [[σκίδναμαι]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διαλύομαι, λέγεται για συναθροισμένο [[πλήθος]], όχλο, σε Όμηρο· λέγεται για αφρό ή αφρισμένο θαλασσινό [[κύμα]], ομοίως για [[σύννεφο]] σκόνης, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>σκιδναμένης Δημήτερος</i>, όταν σκορπίζονται στη γη οι κόκκοι των σιτηρών, δηλ. κατά την περίοδο της [[σποράς]], σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· [[ἅμα]] ἡλίῳ σκιδναμένῳ, όταν ο [[ήλιος]] αρχίζει να σκορπά το φως του, δηλ. λίγο [[μετά]] την [[ανατολή]] του ηλίου, στον ίδ.
}}
}}