σκληροσώματος: Difference between revisions

37
(6_18)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληροσώμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν [[σῶμα]], Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 120.
|lstext='''σκληροσώμᾰτος''': -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν [[σῶμα]], Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 120.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκληρό, δυνατό [[σώμα]].
}}
}}