συμπλωτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_14)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπλωτήρ''': ὁ, = [[σύμπλοος]], τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.
|lstext='''συμπλωτήρ''': ὁ, = [[σύμπλοος]], τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Μ<br />αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμπλώω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρω</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συμπλωτήρ: ὁ, = σύμπλοος, τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Μ
αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλώω + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρω-τήρ)].