συμπλώω

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

German (Pape)

[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συμπλέω.

Russian (Dvoretsky)

συμπλώω: ион. = συμπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.

Greek Monotonic

συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.