συμψέλιον: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=και συμψέλλιον και συνψέλιον και [[συψέλιον]] και [[σεμσέλλιον]] και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θρανίο]], [[εδώλιο]]<br /><b>2.</b> (ο τ. <i>σεμψέλλιον</i> στον πληθ.) <i>τὰ σεμψέλλια</i><br />εκκλησιαστικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>subsellium</i> «[[εδώλιο]], [[θρανίο]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>sub</i> «υπό» <span style="color: red;">+</span> <i>sella</i> «[[έδρα]]»)].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και συμψέλλιον και συνψέλιον και [[συψέλιον]] και [[σεμσέλλιον]] και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θρανίο]], [[εδώλιο]]<br /><b>2.</b> (ο τ. <i>σεμψέλλιον</i> στον πληθ.) <i>τὰ σεμψέλλια</i><br />εκκλησιαστικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>subsellium</i> «[[εδώλιο]], [[θρανίο]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>sub</i> «υπό» <span style="color: red;">+</span> <i>sella</i> «[[έδρα]]»)].
|mltxt=και συμψέλλιον και συνψέλιον και [[συψέλιον]] και [[σεμσέλλιον]] και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θρανίο]], [[εδώλιο]]<br /><b>2.</b> (ο τ. <i>σεμψέλλιον</i> στον πληθ.) <i>τὰ σεμψέλλια</i><br />εκκλησιαστικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>subsellium</i> «[[εδώλιο]], [[θρανίο]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>sub</i> «υπό» <span style="color: red;">+</span> <i>sella</i> «[[έδρα]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

και συμψέλλιον και συνψέλιον και συψέλιον και σεμσέλλιον και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ
1. θρανίο, εδώλιο
2. (ο τ. σεμψέλλιον στον πληθ.) τὰ σεμψέλλια
εκκλησιαστικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subsellium «εδώλιο, θρανίο» (< sub «υπό» + sella «έδρα»)].

Greek Monolingual

και συμψέλλιον και συνψέλιον και συψέλιον και σεμσέλλιον και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ
1. θρανίο, εδώλιο
2. (ο τ. σεμψέλλιον στον πληθ.) τὰ σεμψέλλια
εκκλησιαστικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subsellium «εδώλιο, θρανίο» (< sub «υπό» + sella «έδρα»)].