θρανίο
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
το (ΑΜ θρανίον) θρόνος
το κάθισμα τών κωπηλατών της λέμβου, ο πάγκος
νεοελλ.
1. μεταλλικό ή ξύλινο και με ερεισίνωτο, συνήθως, κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα
2. το ειδικό κάθισμα τών μαθητών ή τών σπουδαστών («σχολικό θρανίο»)
3. ειδικό όργανο της σουηδικής γυμναστικής
αρχ.
1. μικρός θρόνος
2. υποπόδιο
3. κάθισμα σε αφοδευτήριο
4. κτιστά συνεχόμενα καθίσματα που τοποθετούνταν κατά μήκος τών τοίχων εσωτερικών χώρων.