3,273,735
edits
(T22) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist συνέταξα; from [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> to [[put]] in [[order]] [[with]] or [[together]], to [[arrange]];<br /><b class="num">b.</b> to ([[put]] [[together]]), [[constitute]], i. e. to [[prescribe]], [[appoint]] ([[Aeschines]], [[Demosthenes]]; physicians are said συντάσσειν [[φάρμακον]], Aelian v. h. 9,13; ([[Plutarch]], an sen. [[sit]] gerend. resp. 4,8)): τίνι, L Tr WH; Sept. [[often]] for צִוָּה. | |txtha=1st aorist συνέταξα; from [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">a.</b> to [[put]] in [[order]] [[with]] or [[together]], to [[arrange]];<br /><b class="num">b.</b> to ([[put]] [[together]]), [[constitute]], i. e. to [[prescribe]], [[appoint]] ([[Aeschines]], [[Demosthenes]]; physicians are said συντάσσειν [[φάρμακον]], Aelian v. h. 9,13; ([[Plutarch]], an sen. [[sit]] gerend. resp. 4,8)): τίνι, L Tr WH; Sept. [[often]] for צִוָּה. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [[τάσσω]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με στρατό) [[βάζω]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]]<br /><b>2.</b> [[διατυπώνω]] [[κάτι]] εγγράφως, [[συγγράφω]] (α. «[[συντάσσω]] [[συμβόλαιο]]» β. «αὐτὸς [[ἄχρι]] τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[τοποθετώ]], [[συνάπτω]] τις λέξεις σύμφωνα με τους κανόνες του συντακτικού (α. «το [[κείμενο]] δεν έχει συνταχθεί σωστά» β. «τὴν ἐν πρόθεσιν [[μετὰ]] γενικῆς συντάσσει», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>4.</b> [[συγκροτώ]], [[καταρτίζω]], [[διοργανώνω]]<br /><b>5.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]]<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συντάσσομαι</i><br />α) παρατάσσομαι σε σχηματισμούς μάχης<br />β) τάσσομαι με το [[μέρος]] ή με τη [[γνώμη]] κάποιου (α. «όλα τα [[μέλη]] του συμβουλίου συντάχθηκαν με τις απόψεις του προέδρου» β. «Τροιζήνιοι συνετάχθησαν εἰς Ἀχαιούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλύω]] συντακτικά ένα [[κείμενο]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. της παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <b>βλ.</b> [[συντεταγμένη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συντεταγμένη]] [[πολιτεία]]» — [[πολιτεία]] οργανωμένη βάσει [[δικών]] της θεσμών για τη [[ρύθμιση]] τών [[κάθε]] είδους εσωτερικών της σχέσεων και την αυτοδύναμη [[ανάδειξη]], [[κατανομή]], [[άσκηση]] και [[ανανέωση]] της εξουσίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποχαιρετώ]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] στην [[ίδια]] [[τάξη]]<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[επιβάλλω]] («[[σύνταγμα]] συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> [[συνεισφέρω]]<br /><b>4.</b> (με κακή σημ.) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] («ψευδῆ συντάξας καθ' ἡμῶν κατηγορίαν», Αισχίν.)<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[διατάσσω]], [[παραγγέλλω]] («δασμοὺς [[μέντοι]] συνέταξεν ἀποφέρειν καὶ τούτους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> (για γιατρό) [[δίνω]] [[συνταγή]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> α) [[κάνω]] τα σχέδια μου<br />β) [[τακτοποιώ]] τις υποθέσεις μου<br />γ) [[είμαι]] αποφασισμένος («περὶ παίδων ἀγωγῆς ἄκρως συντέταγμαι», Διογ. Λαέρ.)<br />δ) [[συμφωνώ]] με κάποιον<br />ε) [[αποδέχομαι]] αυτό ή το [[άλλο]] [[ποσό]] συνεισφοράς<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> α) προσδιορίζομαι<br />β) διοργανώνομαι για την [[πληρωμή]] συνεισφορών<br /><b>9.</b> (το ουδ. της παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ συντεταγμένον</i><br />α) το προσδιοριζόμενο [[ποσό]]<br />β) [[συμφωνία]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συντάσσω]] τοὺς πεζοὺς τῷ ἱππικῷ» — [[παρατάσσω]] στην [[ίδια]] [[γραμμή]] το πεζικό με το ιππικό (<b>Θουκ.</b>)<br />β) «[[συντάσσω]] ὑπόθεσιν» — [[πραγματεύομαι]] εγγράφως [[κάτι]] (Διον. Αλ.). | |||
}} | }} |