3,277,218
edits
(6_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταρσώδης''': Ἀττ. ταρρ-, ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ταρσόν, πρὸς [[πλέγμα]] καλαθίου, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. 6. 7, 4. [[ταρσώδης]] τῇ πλοκῇ (διάφ. γραφ. ταρσωτὸς) Διόδ. 3. 22. | |lstext='''ταρσώδης''': Ἀττ. ταρρ-, ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ταρσόν, πρὸς [[πλέγμα]] καλαθίου, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. 6. 7, 4. [[ταρσώδης]] τῇ πλοκῇ (διάφ. γραφ. ταρσωτὸς) Διόδ. 3. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. [[ταρρώδης]], -ῶδες, Α [[ταρσός]]<br />(για ρίζες) ο όμοιος με ταρσό, με [[πλέγμα]], πλεγμένος με πυκνό τρόπο («ῥίζας ἔχει ἐπιπολαίους καὶ πολυσχιδεῑς καὶ ταρρώδεις», Θεόφρ.). | |||
}} | }} |