Anonymous

ταρσώδης: Difference between revisions

From LSJ
40
(6_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταρσώδης''': Ἀττ. ταρρ-, ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ταρσόν, πρὸς [[πλέγμα]] καλαθίου, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. 6. 7, 4. [[ταρσώδης]] τῇ πλοκῇ (διάφ. γραφ. ταρσωτὸς) Διόδ. 3. 22.
|lstext='''ταρσώδης''': Ἀττ. ταρρ-, ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς ταρσόν, πρὸς [[πλέγμα]] καλαθίου, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. 6. 7, 4. [[ταρσώδης]] τῇ πλοκῇ (διάφ. γραφ. ταρσωτὸς) Διόδ. 3. 22.
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. [[ταρρώδης]], -ῶδες, Α [[ταρσός]]<br />(για ρίζες) ο όμοιος με ταρσό, με [[πλέγμα]], πλεγμένος με πυκνό τρόπο («ῥίζας ἔχει ἐπιπολαίους καὶ πολυσχιδεῑς καὶ ταρρώδεις», Θεόφρ.).
}}
}}