χέννιον: Difference between revisions

46
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte de caille, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
|btext=ου (τό) :<br />sorte de caille, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] ορτυκιού που το έτρωγαν παστό στην Αίγυπτο<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] πρόκειται για αιγυπτιακό [[δάνειο]]].
}}
}}