χέννιον

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέννιον Medium diacritics: χέννιον Low diacritics: χέννιον Capitals: ΧΕΝΝΙΟΝ
Transliteration A: chénnion Transliteration B: chennion Transliteration C: chennion Beta Code: xe/nnion

English (LSJ)

τό,
A quail (Egyptian chennu), salted and eaten by the Egyptians, PSI4.428.21, 7.862.11 (iii B. C.), Hipparch.Epic. ap. Ath. 9.393c, AP9.377 (Pall.), PLond.2.239.12 (iv A. D.).
II a kind of fish, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1349] τό, eine Wachtelart, die in Aegypten eingesalzen wurde; Hipparch. bei Ath. IX, 393 c; Pallad. 21 (IX, 377).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de caille, oiseau.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Russian (Dvoretsky)

χέννιον: τό перепел или коростель Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χέννιον: τό, εἶδος μικροῦ ὀρτυγίου ταριχευομένου καὶ ἐσθιομένου ὑπὸ τῶν Αἰγυπτίων, Ἵππαρχ. παρ’ Ἀθη. 393C, Ἀνθ. Παλατ. 9. 377. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χεννίον (παροξυτ.)· ὀρνιθάριόν τι κατ’ Αἴγυπτον ταριχευόμενον, καὶ εἶδος ἰχθύος».

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. είδος ορτυκιού που το έτρωγαν παστό στην Αίγυπτο
2. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη πρόκειται για αιγυπτιακό δάνειο].

Greek Monotonic

χέννιον: τό, είδος μικρού ορτυκιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

χέννιον, ου, τό,
a kind of quail, Anth.