τήρων: Difference between revisions

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
(6_22)
 
(41)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τήρων''': -ωνος, ὁ, = [[τηρός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8753,. 8785. 1. b. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.
|lstext='''τήρων''': -ωνος, ὁ, = [[τηρός]], Συλλ. Ἐπιγρ. 8753,. 8785. 1. b. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[τηρός]] με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τήρων: -ωνος, ὁ, = τηρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8753,. 8785. 1. b. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τηρός με επίθημα -ων, -ωνος].