τήρων

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek (Liddell-Scott)

τήρων: -ωνος, ὁ, = τηρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8753,. 8785. 1. b. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τηρός με επίθημα -ων, -ωνος].