3,256,975
edits
(T22) |
(45) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=φθινοπωρινη, φθινοπωρινον, ([[φθινόπωρον]], [[late]] [[autumn]]; from [[φθίνω]] to [[wane]], [[waste]] [[away]], and [[ὀπώρα]] [[autumn]]), [[autumnal]] ([[Polybius]] 4,37, 2; [[Aristotle]], h. a. 5,11; (Strabo), [[Plutarch]]): δένδρα φθινοπωρινά [[autumn]] trees, i. e. trees [[such]] as [[they]] are at the [[close]] of [[autumn]], [[dry]], [[leafless]] and [[without]] [[fruit]], [[hence]], ἄκαρπα is added; used of [[unfruitful]], [[worthless]] men, Lightfoot A Fresh Revision etc., p. 134 f). | |txtha=φθινοπωρινη, φθινοπωρινον, ([[φθινόπωρον]], [[late]] [[autumn]]; from [[φθίνω]] to [[wane]], [[waste]] [[away]], and [[ὀπώρα]] [[autumn]]), [[autumnal]] ([[Polybius]] 4,37, 2; [[Aristotle]], h. a. 5,11; (Strabo), [[Plutarch]]): δένδρα φθινοπωρινά [[autumn]] trees, i. e. trees [[such]] as [[they]] are at the [[close]] of [[autumn]], [[dry]], [[leafless]] and [[without]] [[fruit]], [[hence]], ἄκαρπα is added; used of [[unfruitful]], [[worthless]] men, Lightfoot A Fresh Revision etc., p. 134 f). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[φθινοπωρινός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φθινόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] την [[παραπάνω]] [[εποχή]] (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «[[ἰσημερία]] ἡ φθινοπωρινή», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινά ρούχα»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινή [[κατάθλιψη]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθινοπωρινό [[σημείο]]»<br /><b>αστρον.</b> το ένα από τα δύο [[σημεία]] τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη [[μετάβαση]] του Ηλίου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο [[ημισφαίριο]] του ουρανού. | |||
}} | }} |