Anonymous

φθινοπωρινός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(45)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φθινοπωρινός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φθινόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] την [[παραπάνω]] [[εποχή]] (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «[[ἰσημερία]] ἡ φθινοπωρινή», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινά ρούχα»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινή [[κατάθλιψη]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθινοπωρινό [[σημείο]]»<br /><b>αστρον.</b> το ένα από τα δύο [[σημεία]] τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη [[μετάβαση]] του Ηλίου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο [[ημισφαίριο]] του ουρανού.
|mltxt=-ή, -ό / [[φθινοπωρινός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φθινόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] την [[παραπάνω]] [[εποχή]] (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «[[ἰσημερία]] ἡ φθινοπωρινή», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινά ρούχα»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινή [[κατάθλιψη]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθινοπωρινό [[σημείο]]»<br /><b>αστρον.</b> το ένα από τα δύο [[σημεία]] τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη [[μετάβαση]] του Ηλίου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο [[ημισφαίριο]] του ουρανού.
}}
{{elru
|elrutext='''φθῐνοπωρῐνός:''' осенний ([[ἰσημερία]] Arst., Polyb.; ὄμβροι Plut.).
}}
}}