φαιότης: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_12)
 
(44)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαιότης''': -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρημένον τοῦ [[φαιός]], Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 9, 5.
|lstext='''φαιότης''': -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρημένον τοῦ [[φαιός]], Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 9, 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, Α [[φαιός]]<br />η [[ιδιότητα]] του φαιού.
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φαιότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρημένον τοῦ φαιός, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 9, 5.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α φαιός
η ιδιότητα του φαιού.