συνυπόστατος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(6_18) |
(40) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνυπόστᾰτος''': -ον, ὁ συνυπάρχων, [[τρία]] ἐνυπόστατα, [[τρία]] συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β. | |lstext='''συνυπόστᾰτος''': -ον, ὁ συνυπάρχων, [[τρία]] ἐνυπόστατα, [[τρία]] συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[συνυφίστημι]]<br />αυτός που συνυπάρχει με κάποιον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
συνυπόστᾰτος: -ον, ὁ συνυπάρχων, τρία ἐνυπόστατα, τρία συνυπόστατα ἀλλήλοις συνόντα Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 891Β.
Greek Monolingual
-ον, Α συνυφίστημι
αυτός που συνυπάρχει με κάποιον.