ὑπαίθριος: Difference between revisions

43
(SL_2)
(43)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὑπαίθριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in the [[open]] [[air]] ἐκάλεσσε [[Ποσειδᾶν]]' εὐρυβίαν νυκτὸς [[ὑπαίθριος]] (O. 6.61)
|sltr=[[ὑπαίθριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in the [[open]] [[air]] ἐκάλεσσε [[Ποσειδᾶν]]' εὐρυβίαν νυκτὸς [[ὑπαίθριος]] (O. 6.61)
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπαίθριος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ία, Α [[ύπαιθρος]]<br />αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «[[υπαίθριος]] [[κινηματογράφος]]» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπαίθρια ζωγραφική»<br />(καλ. τεχν.) ο [[υπαιθρισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπαίθριον</i><br />το ύπαιθρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπαιθρίως</i> και <i>υπαίθρια</i> Ν<br />στο ύπαιθρο.
}}
}}