3,274,917
edits
(43) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπαίθριος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ία, Α [[ύπαιθρος]]<br />αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «[[υπαίθριος]] [[κινηματογράφος]]» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπαίθρια ζωγραφική»<br />(καλ. τεχν.) ο [[υπαιθρισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπαίθριον</i><br />το ύπαιθρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπαιθρίως</i> και <i>υπαίθρια</i> Ν<br />στο ύπαιθρο. | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπαίθριος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ία, Α [[ύπαιθρος]]<br />αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «[[υπαίθριος]] [[κινηματογράφος]]» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπαίθρια ζωγραφική»<br />(καλ. τεχν.) ο [[υπαιθρισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπαίθριον</i><br />το ύπαιθρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υπαιθρίως</i> και <i>υπαίθρια</i> Ν<br />στο ύπαιθρο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπαίθριος:''' -ον και -α, -ον ([[αἰθήρ]]), αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον ουρανό, αυτός που βρίσκεται στο ύπαιθρο, [[υπαίθριος]], αυτός που βρίσκεται στα χωράφια, [[ὑπαίθριος]] κατακοιμηθῆναι, λέγεται για [[στρατιά]], [[στράτευμα]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ὑπαίθριοι δρόσοι</i>, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |