τερψίχορος: Difference between revisions

41
(Bailly1_5)
(41)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime les danses.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]], [[χορός]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime les danses.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]], [[χορός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τερψι</i>- του [[τέρπω]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τέρψω</i>, [[τέρψις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>χορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλεξί</i>-<i>χορος</i>].
}}
}}