τερψίχορος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον, enjoying the dance, esp. the choral dance, of Apollo, AP 9.525.20.
German (Pape)
[Seite 1095] tanzfroh, sich am Tanz, am Reigen ergötzend, freuend, Apollo, Hymn. (IX, 525, 20). S. Τερψιχόρη, N. pr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les danses.
Étymologie: τέρπω, χορός.
Russian (Dvoretsky)
τερψίχορος: радующийся пляске, любящий танцы (Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τερψίχορος: -ον, καὶ α, ον, ὁ τερπόμενος, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῇ ὀρχήσει, μάλιστα ἐπὶ τῇ χορικῇ ὀρχήσει τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525. 20.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -χορος (< χορός), πρβλ. ἀλεξίχορος].
Greek Monotonic
τερψίχορος: -ον, επίσης. -α, -ον, αυτός που ευφραίνεται με τον χορό, σε Ανθ.
Middle Liddell
τερψί-χορος, ον,
enjoying the dance, Anth.