φρικτοβόας: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(6_19)
 
(45)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρικτοβόας''': -ου, ὁ, ὁ φρικτῶς βοῶν, φωνάζων, Θεοδ. Προδρ. Ἐπ. 14.
|lstext='''φρικτοβόας''': -ου, ὁ, ὁ φρικτῶς βοῶν, φωνάζων, Θεοδ. Προδρ. Ἐπ. 14.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που φωνάζει τρομερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρικτός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-[[βόας]], <i>στερεο</i>-[[βόας]]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φρικτοβόας: -ου, ὁ, ὁ φρικτῶς βοῶν, φωνάζων, Θεοδ. Προδρ. Ἐπ. 14.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που φωνάζει τρομερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρικτός + -βόας (< βοή), πρβλ. μεγαλο-βόας, στερεο-βόας].