φρικτός

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρικτός Medium diacritics: φρικτός Low diacritics: φρικτός Capitals: ΦΡΙΚΤΟΣ
Transliteration A: phriktós Transliteration B: phriktos Transliteration C: friktos Beta Code: frikto/s

English (LSJ)

φρικτή, φρικτόν, (φρίσσω) (misspelt
A φικτρός PMag.Osl.1.261), to be shuddered at, awful, θεῆς ἴδες ἱερὰ φρικτῆς Call.Aet.3.1.6, cf. Orph.H. 14.6, Plu.Cic.49, APl.4.110 (Philostr.), AP9.524.22, Zos.Alch.p.117 B., PMasp.97 ii 51 (vi A. D.); (θεοί) prob. in Phld.D.1.17: Comp. φρικτότερος Plu.Num.10: Sup. -ότατος Ath.10.440e. Adv. φρικτῶς LXX Wi.6.5.
II bristling with spears, ἀνδρῶν ὄχλος Ezek.Exag.197.

German (Pape)

[Seite 1306] adj. verb. von φρίσσω, schauderhaft, schrecklich; φρικτὸν σέλας ἱεὶς γλήναις Archi. 12 (XV, 51); τάφος Philp. 83 (VII, 405). Auch Bac. chus heißt so in einem Hymn. (IX, 524).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui fait frissonner, effrayant, terrible;
Cp. φρικτότερος.
Étymologie: φρίσσω.

Russian (Dvoretsky)

φρικτός: [adj. verb. к φρίσσω Plut., Anth. = φρικώδης.

Greek (Liddell-Scott)

φρικτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φρίσσω, ὁ προξενῶν φρίκην, φρικώδης, φοβερός, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 6, Πλουτ. Κικ. 49, καὶ συχν. ἐν τῇ Ἀνθολογίᾳ συγκρ. -ότερος, Πλουτ. Νουμ. 10· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀθήν. 440Ε. ― Ἐπίρρ. τῶς, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 5).

Spanish

terrible, aterrador

Greek Monolingual

-ή, -ό / φρικτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν φρίσσω
1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός
2. ειδεχθής, απαίσιος
μσν.
αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον», Μηναί.).
επίρρ...
φρικτώς / φρικτῶς, ΝΜΑ, και φρικτά και φριχτά Ν
κατά τρόπο φρικτό
μσν.
κατά τρόπο καταπληκτικό («καὶ ῥήγνυται φρικτῶς ναοῦ σου τὸ καταπέτασμα», Μηναί.).

Greek Monotonic

φρικτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φρίσσω, αυτός που προξενεί φρίκη, φρικτός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φρικτός, ή, όν verb. adj. of φρίσσω
to be shuddered at, horrible, Plut.

Léxico de magia

-όν terrible, aterrador de seres superiores: Tifón σὲ τὸν φοβερὸν καὶ τρομερὸν καὶ φρικτὸν ἐόντα a ti, que eres temible, estremecedor y aterrador P IV 266 Iao Ἰάω, ὁ μέγας αἰωνόβιος, φ. μὲν ἱδεῖν, φρικτὸς δὲ ἀκροᾶσθαι Iao, el grande inmortal, terrible de ver y terrible de escuchar P V 176 un demon ὅτι ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας καὶ ... φ. καὶ ἰσχυρός ... τοῦ μεγάλου θεοῦ δαίμων porque te lo ordena el grande, terrible y poderoso demon del gran dios P XII 171 bacantes δράκοντες ἱεροί, μαινάδες, φρικταὶ κόραι, μόλετ' εἰς ἐπαοιδὰς τὰς ἐμὰς θυμουμένας serpientes sagradas, ménades, terribles doncellas, venid a mis airados cánticos SM 42 5 de un nombre ὀνόματι ἁγίῳ ἀναγραμματιζομένῳ, φοβερῷ καὶ φρικτῷ con un nombre sagrado y escrito en forma anagramática, temible y aterrador P XIII 502 ἀκρουροβόρε νυκτιδρόμε, ὁρκίζω σε κατὰ τῶν φρικτῶν σου ὀνομάτων tú que te muerdes la cola, que corres por la noche, a ti te conjuro por tus nombres terroríficos SM 49 49 P V 80 P XXXVI 259