τρυφαλίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(6_12)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠφᾱλίς''': ἴδε ἐν λ. [[τροφαλίς]], «τρυφαλίδες· τὰ τμήματα τοῦ ἁπαλοῦ τυροῦ» Ἡσύχ.
|lstext='''τρῠφᾱλίς''': ἴδε ἐν λ. [[τροφαλίς]], «τρυφαλίδες· τὰ τμήματα τοῦ ἁπαλοῦ τυροῦ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(μτγν<br />τ.) <b>βλ.</b> [[τροφαλίς]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφᾱλίς: ἴδε ἐν λ. τροφαλίς, «τρυφαλίδες· τὰ τμήματα τοῦ ἁπαλοῦ τυροῦ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(μτγν
τ.) βλ. τροφαλίς.