τρυφαλίς
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
v. τροφαλίς.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφᾱλίς: ἴδε ἐν λ. τροφαλίς, «τρυφαλίδες· τὰ τμήματα τοῦ ἁπαλοῦ τυροῦ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(μτγν
τ.) βλ. τροφαλίς.
German (Pape)
ίδος, ἡ (τρύφος), ein Stückchen, Schnittchen, ein Brocken; τυροῦ Luc. Lexil. 13, wo Andere wie bei Hesych. τροφαλίς lesen; τρυφαμίς bei Draco ist vielleicht nur verderbte Lesart dafür.