συνεύρεση: Difference between revisions

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[συνουσία]], σαρκική [[μίξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνευρίσκομαι]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνεύρεσις</i>, μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />[[συνουσία]], σαρκική [[μίξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνευρίσκομαι]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνεύρεσις</i>, μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο].
|mltxt=η, Ν<br />[[συνουσία]], σαρκική [[μίξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνευρίσκομαι]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνεύρεσις</i>, μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
συνουσία, σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνευρίσκομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνεύρεσις, μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο].

Greek Monolingual

η, Ν
συνουσία, σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνευρίσκομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνεύρεσις, μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο].