συνεύρεση
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
η, Ν
συνουσία, σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνευρίσκομαι. Η λ., στον λόγιο τ. συνεύρεσις, μαρτυρείται από το 1852 στον Ε. Α. Σίμο].