3,273,773
edits
(T22) |
(40) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[ταχεῖα]], [[ταχύ]], from [[Homer]] [[down]], [[quick]], [[fleet]], [[speedy]]: opposed to [[βραδύς]] (as in [[Xenophon]], mem. 4,2, 25), [[εἰς]] τό ἀκοῦσαι (A. V. [[swift]] to [[hear]]), James 1:19. | |txtha=[[ταχεῖα]], [[ταχύ]], from [[Homer]] [[down]], [[quick]], [[fleet]], [[speedy]]: opposed to [[βραδύς]] (as in [[Xenophon]], mem. 4,2, 25), [[εἰς]] τό ἀκοῦσαι (A. V. [[swift]] to [[hear]]), James 1:19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εία, -ύ / [[ταχύς]], -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. [[ταχύτερος]], -η, -ο, υπερθ. [[ταχύτατος]], -η, -ο και [[τάχιστος]], -η, -ο, Ν, και συγκριτ. [[ταχύτερος]], -έρα, -ον και [[ταχίων]], [[τάχιον]], και [[θάσσον]], θᾱσσον, και υπερθ. [[ταχύτατος]], -άτη, -ον και [[τάχιστος]], -ίστη, -ον, ΜΑ, και αττ. τ. συγκριτ. θάττων, θᾱττον Α<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται με [[ταχύτητα]], γρήγορος, [[γοργός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[γρήγορα]], εσπευσμένος, [[βιαστικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που διατρέχει μεγαλύτερη [[απόσταση]] από κάποιον άλλον [[κατά]] τον ίδιο χρόνο (α. «[[ταχύ]] [[πλοίο]]» β. «ταχέας δ' ἐκχεύατ' ὀιστοὺς αὐτοῡ [[πρόσθε]] ποδῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> ο συχνότερος του κανονικού («[[ταχύς]] [[σφυγμός]]»)<br /><b>6.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] (α. «[[ταχεία]] [[μεταβολή]]» β. «μεταβολὴ οὕτω ταχεῑά τε καὶ ἰσχυρά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ταχεία]]<br />(ενν. [[αμαξοστοιχία]]) [[αμαξοστοιχία]] με [[μεγάλη]] σχετικά [[ταχύτητα]], η οποία σταθμεύει μόνον σε ορισμένους σημαντικούς σταθμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ταχύ]]<br />η [[αυγή]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ταχύ]]<br />[[ταχιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[βραχύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ταχέως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πόδας]] [[ταχύς]]» — [[ταχύπους]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «διὰ ταχέων» ή «ἐκ ταχείας» — [[ταχέως]] (<b>Θουκ.</b>-<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «ταχὺς πρὸς ὀργήν» — αυτός που οργίζεται εύκολα, [[οξύθυμος]] (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ταχέως]] ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο [[ταχύ]], [[γρήγορα]], γοργά (α. «απομακρύνθηκε [[ταχέως]]» β. «[[ταχέως]] δὲ παρέτραπε δώρα θεάων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύντομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(σπάν.)</b> ίσως, πιθανόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θαχ</i>- με [[ανομοίωση]] (<b>πρβλ.</b> [[θάπτω]]: [[τάφος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παχ</i>-<i>ύς</i>). Ωστόσο, το επί θ. παραμένει άγνωστης ετυμολ., [[αφού]] οι συνδέσεις του με τα λιθουαν. <i>dengti</i> «[[τρέχω]] [[γρήγορα]], βιάζομαι», αρχ. ινδ. <i>daghnoti</i> «[[φθάνω]]» [[καθώς]] και η [[αναγωγή]] του στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>t</i>(<i>h</i>)<i>ngh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>t</i>(<i>h</i>)<i>engh</i>- «συρω, [[τραβώ]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, [[αντικείμενο]] ευρύτερης μελέτης έχει αποτελέσει ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του επιθ. [[θάσσων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θαχ</i>-<i>jων</i>), λόγω του δυσερμήνευτου μακρού -<i>ᾱ</i>- που εμφανίζει (<b>πρβλ.</b> ουδ. [[θᾶσσον]]). Πρόκειται πιθανότατα για αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τα [[ἆσσον]], [[μᾶλλον]]. Τέλος, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερη πιθανή, ο τ. [[θάσσων]] έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. <i>θήσσων</i> (για το -<i>η</i>- του τ., <b>πρβλ.</b> το σύνθ. ανθρωπωνύμιο <i>Τήχιππος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τῆχος</i> [[αντί]] του [[τάχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]]), διατήρησε όμως το -<i>α</i>- κατ' [[επίδραση]] του θετικού βαθμού [[ταχύς]]. Σημασιολογικά, το επίθ. [[ταχύς]] παραμέρισε το συνώνυμό του [[ὠκύς]], το οποίο περιορίστηκε τελικά μόνον σε ποιητ. [[κείμενα]]]. | |||
}} | }} |