Anonymous

ταχύς: Difference between revisions

From LSJ
4,527 bytes added ,  30 December 2018
6
(40)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -ύ / [[ταχύς]], -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. [[ταχύτερος]], -η, -ο, υπερθ. [[ταχύτατος]], -η, -ο και [[τάχιστος]], -η, -ο, Ν, και συγκριτ. [[ταχύτερος]], -έρα, -ον και [[ταχίων]], [[τάχιον]], και [[θάσσον]], θᾱσσον, και υπερθ. [[ταχύτατος]], -άτη, -ον και [[τάχιστος]], -ίστη, -ον, ΜΑ, και αττ. τ. συγκριτ. θάττων, θᾱττον Α<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται με [[ταχύτητα]], γρήγορος, [[γοργός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[γρήγορα]], εσπευσμένος, [[βιαστικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που διατρέχει μεγαλύτερη [[απόσταση]] από κάποιον άλλον [[κατά]] τον ίδιο χρόνο (α. «[[ταχύ]] [[πλοίο]]» β. «ταχέας δ' ἐκχεύατ' ὀιστοὺς αὐτοῡ [[πρόσθε]] ποδῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> ο συχνότερος του κανονικού («[[ταχύς]] [[σφυγμός]]»)<br /><b>6.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] (α. «[[ταχεία]] [[μεταβολή]]» β. «μεταβολὴ οὕτω ταχεῑά τε καὶ ἰσχυρά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ταχεία]]<br />(ενν. [[αμαξοστοιχία]]) [[αμαξοστοιχία]] με [[μεγάλη]] σχετικά [[ταχύτητα]], η οποία σταθμεύει μόνον σε ορισμένους σημαντικούς σταθμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ταχύ]]<br />η [[αυγή]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ταχύ]]<br />[[ταχιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[βραχύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ταχέως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πόδας]] [[ταχύς]]» — [[ταχύπους]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «διὰ ταχέων» ή «ἐκ ταχείας» — [[ταχέως]] (<b>Θουκ.</b>-<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «ταχὺς πρὸς ὀργήν» — αυτός που οργίζεται εύκολα, [[οξύθυμος]] (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ταχέως]] ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο [[ταχύ]], [[γρήγορα]], γοργά (α. «απομακρύνθηκε [[ταχέως]]» β. «[[ταχέως]] δὲ παρέτραπε δώρα θεάων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύντομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(σπάν.)</b> ίσως, πιθανόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θαχ</i>- με [[ανομοίωση]] (<b>πρβλ.</b> [[θάπτω]]: [[τάφος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παχ</i>-<i>ύς</i>). Ωστόσο, το επί θ. παραμένει άγνωστης ετυμολ., [[αφού]] οι συνδέσεις του με τα λιθουαν. <i>dengti</i> «[[τρέχω]] [[γρήγορα]], βιάζομαι», αρχ. ινδ. <i>daghnoti</i> «[[φθάνω]]» [[καθώς]] και η [[αναγωγή]] του στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>t</i>(<i>h</i>)<i>ngh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>t</i>(<i>h</i>)<i>engh</i>- «συρω, [[τραβώ]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, [[αντικείμενο]] ευρύτερης μελέτης έχει αποτελέσει ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του επιθ. [[θάσσων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θαχ</i>-<i>jων</i>), λόγω του δυσερμήνευτου μακρού -<i>ᾱ</i>- που εμφανίζει (<b>πρβλ.</b> ουδ. [[θᾶσσον]]). Πρόκειται πιθανότατα για αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τα [[ἆσσον]], [[μᾶλλον]]. Τέλος, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερη πιθανή, ο τ. [[θάσσων]] έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. <i>θήσσων</i> (για το -<i>η</i>- του τ., <b>πρβλ.</b> το σύνθ. ανθρωπωνύμιο <i>Τήχιππος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τῆχος</i> [[αντί]] του [[τάχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]]), διατήρησε όμως το -<i>α</i>- κατ' [[επίδραση]] του θετικού βαθμού [[ταχύς]]. Σημασιολογικά, το επίθ. [[ταχύς]] παραμέρισε το συνώνυμό του [[ὠκύς]], το οποίο περιορίστηκε τελικά μόνον σε ποιητ. [[κείμενα]]].
|mltxt=-εία, -ύ / [[ταχύς]], -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, συγκριτ. [[ταχύτερος]], -η, -ο, υπερθ. [[ταχύτατος]], -η, -ο και [[τάχιστος]], -η, -ο, Ν, και συγκριτ. [[ταχύτερος]], -έρα, -ον και [[ταχίων]], [[τάχιον]], και [[θάσσον]], θᾱσσον, και υπερθ. [[ταχύτατος]], -άτη, -ον και [[τάχιστος]], -ίστη, -ον, ΜΑ, και αττ. τ. συγκριτ. θάττων, θᾱττον Α<br /><b>1.</b> αυτός που κινείται με [[ταχύτητα]], γρήγορος, [[γοργός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[γρήγορα]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[γρήγορα]], εσπευσμένος, [[βιαστικός]]<br /><b>4.</b> αυτός που διατρέχει μεγαλύτερη [[απόσταση]] από κάποιον άλλον [[κατά]] τον ίδιο χρόνο (α. «[[ταχύ]] [[πλοίο]]» β. «ταχέας δ' ἐκχεύατ' ὀιστοὺς αὐτοῡ [[πρόσθε]] ποδῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> ο συχνότερος του κανονικού («[[ταχύς]] [[σφυγμός]]»)<br /><b>6.</b> [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] (α. «[[ταχεία]] [[μεταβολή]]» β. «μεταβολὴ οὕτω ταχεῑά τε καὶ ἰσχυρά», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ταχεία]]<br />(ενν. [[αμαξοστοιχία]]) [[αμαξοστοιχία]] με [[μεγάλη]] σχετικά [[ταχύτητα]], η οποία σταθμεύει μόνον σε ορισμένους σημαντικούς σταθμούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ταχύ]]<br />η [[αυγή]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ταχύ]]<br />[[ταχιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[βραχύς]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ταχύτητα]], [[γρηγοράδα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ταχέως]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πόδας]] [[ταχύς]]» — [[ταχύπους]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «διὰ ταχέων» ή «ἐκ ταχείας» — [[ταχέως]] (<b>Θουκ.</b>-<b>Σοφ.</b>)<br />γ) «ταχὺς πρὸς ὀργήν» — αυτός που οργίζεται εύκολα, [[οξύθυμος]] (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ταχέως]] ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο [[ταχύ]], [[γρήγορα]], γοργά (α. «απομακρύνθηκε [[ταχέως]]» β. «[[ταχέως]] δὲ παρέτραπε δώρα θεάων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σύντομα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(σπάν.)</b> ίσως, πιθανόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θαχ</i>- με [[ανομοίωση]] (<b>πρβλ.</b> [[θάπτω]]: [[τάφος]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παχ</i>-<i>ύς</i>). Ωστόσο, το επί θ. παραμένει άγνωστης ετυμολ., [[αφού]] οι συνδέσεις του με τα λιθουαν. <i>dengti</i> «[[τρέχω]] [[γρήγορα]], βιάζομαι», αρχ. ινδ. <i>daghnoti</i> «[[φθάνω]]» [[καθώς]] και η [[αναγωγή]] του στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>t</i>(<i>h</i>)<i>ngh</i>- της ΙΕ ρίζας <i>t</i>(<i>h</i>)<i>engh</i>- «συρω, [[τραβώ]]» δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, [[αντικείμενο]] ευρύτερης μελέτης έχει αποτελέσει ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του επιθ. [[θάσσων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θαχ</i>-<i>jων</i>), λόγω του δυσερμήνευτου μακρού -<i>ᾱ</i>- που εμφανίζει (<b>πρβλ.</b> ουδ. [[θᾶσσον]]). Πρόκειται πιθανότατα για αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] τα [[ἆσσον]], [[μᾶλλον]]. Τέλος, σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερη πιθανή, ο τ. [[θάσσων]] έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. <i>θήσσων</i> (για το -<i>η</i>- του τ., <b>πρβλ.</b> το σύνθ. ανθρωπωνύμιο <i>Τήχιππος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τῆχος</i> [[αντί]] του [[τάχος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]]), διατήρησε όμως το -<i>α</i>- κατ' [[επίδραση]] του θετικού βαθμού [[ταχύς]]. Σημασιολογικά, το επίθ. [[ταχύς]] παραμέρισε το συνώνυμό του [[ὠκύς]], το οποίο περιορίστηκε τελικά μόνον σε ποιητ. [[κείμενα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύς:''' [ῠ], -εῖα, -ύ, λέγεται για [[κίνηση]],<br /><b class="num">Α. I.</b> [[ταχύς]], [[ορμητικός]], γρήγορος, αντίθ. του [[βραδύς]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ταχὺς [[πόδας]]</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ταχὺ [[θέειν]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[σκέψη]] και σκοπό, γρήγορος, [[βιαστικός]], <i>φρονεῖν γάρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς</i>, σε Σοφ.· με απαρ., βλάπτειν [[ταχύς]], σε Αριστοφ.· τὸ [[ταχύ]], [[ταχύτητα]], [[σπουδή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως, λέγεται για πράξεις, ενέργειες, γεγονότα κ.λπ.· γρήγορος, [[ταχύς]], [[αιφνίδιος]], [[πήδημα]], σε Σοφ.· [[πόλεμος]], σε Θουκ.· <i>ταχεῖαι ἐλπίδες</i>, [[γρήγορα]] παρερχόμενες (σύντομες) ελπίδες, σε Πίνδ. <b>Β.</b> επίρρ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> στον ομαλό τύπο <i>τᾰχέως</i>, [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> το επίρρ. εκφέρεται επίσης περιφραστικά, [[διά]] ταχέων, με [[σπουδή]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐκ ταχείας</i>, σε Σοφ.· πρβλ. [[τάχος]] II.<br /><b class="num">3.</b> ουδ. [[ταχύ]] ως επίρρ., στον ίδ. κ.λπ.· πιο [[συχνά]] [[τάχα]] (βλ. αυτ.). <b>Γ.</b> Βαθμοί σύγκρισης:<br /><b class="num">I.</b> Συγκρ.:<br /><b class="num">1.</b> [[ομαλός]] [[τύπος]] τᾰχύτερος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Ηρόδ. <b>2.[[θάσσων]]</b>, ουδ. [[θᾶσσον]], γεν. <i>θάσσονος</i>, νεώτ. Αττ. [[θάττων]], ουδ. [[θᾶττον]], σε Όμηρ., Αττ.· ουδ. ως επίρρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[θᾶσσον]] ἂν κλύοιμι, γρηγορότερα, δηλ. θα προτιμούσα να άκουγα, σε Σοφ.· επίσης, το [[θᾶσσον]], όπως το Λατ. [[ocius]], [[συχνά]] υπάρχει αντί του θετικού βαθμού, οὐ [[θᾶσσον]] οἴσεις; δηλ. δεν θα σπεύσεις να το φέρεις; στον ίδ.· <i>ὅτιθᾶσσον</i>, όπως το [[ὅτι]] [[τάχιστα]], σε Θεόκρ.· [[ἐπειδὰν]] [[θᾶσσον]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ο [[τύπος]] [[ταχίων]] [ῑ], ουδ. [[τάχιον]], βρίσκεται [[σπανίως]] στα δοκίμια των Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[ομαλός]] υπερθ. <i>[[ταχύτατος]]</i> είναι [[σπάνιος]], σε Πίνδ.· <i>ταχύτατα</i>, ως επίρρ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ο [[συνήθης]] [[τύπος]] είναι [[τάχιστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, [[κυρίως]] στον πληθ. ουδ. [[τάχιστα]] ως επίρρ., [[ὅττι]] [[τάχιστα]], όσο το δυνατόν ταχύτερα, Λατ. [[quam]] celerrime, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. [[ὅτι]] [[τάχιστα]], σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὅσον]] [[τάχιστα]], σε Αισχύλ.· ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[ὅπως]] [[τάχιστα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· αυτές είναι ελλειπτικές φράσεις (βλ. κατωτ.), ὡς δυνατὸν [[τάχιστα]], σε Ηρόδ.· <i>ὡς</i> ή <i>ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστοι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης, [[μετά]] από χρονικά μόρια, όπως το Λατ. [[quum]] [[primum]], [[ἐπεὶ]] (Ιων. [[ἐπεί]] τε) [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἐπειδὴ]] [[τάχιστα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἐπεὰν</i> ή [[ἐπήν]], [[ἐπάν]], [[ἐπειδάν]] [[τάχιστα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὅταν]] [[τάχιστα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] επίσης και στους πεζογράφους, <i>τὴν ταχίστην</i> (ενν. <i>ὁδόν</i>), ως επίρρ., με τον ταχύτερο δρόμο, δηλ. περισσότερο [[γρήγορα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}