3,273,404
edits
(Autenrieth) |
(46) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[cloak]], [[mantle]], consisting of a [[piece]] of [[coarse]], [[shaggy]] [[woollen]] [[cloth]], [[worn]] [[double]] or [[single]], [[διπλῆ]], [[δίπλαξ]], ἁπλοίς, and freq. of a [[purple]] color, Il. 22.493, Od. 14.460, 478, 480, 488, 500, 504, 516, 520, 529. It [[also]] served as a [[blanket]] in sleeping, Od. 20.4, , γ 3, Od. 4.50. | |auten=[[cloak]], [[mantle]], consisting of a [[piece]] of [[coarse]], [[shaggy]] [[woollen]] [[cloth]], [[worn]] [[double]] or [[single]], [[διπλῆ]], [[δίπλαξ]], ἁπλοίς, and freq. of a [[purple]] color, Il. 22.493, Od. 14.460, 478, 480, 488, 500, 504, 516, 520, 529. It [[also]] served as a [[blanket]] in sleeping, Od. 20.4, , γ 3, Od. 4.50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / χλαῑνα, -αίνης, ΝΜΑ, και [[χλαίνη]] Ν<br />[[είδος]] χειμερινού ενδύματος από χοντρό και μεγάλο [[τεμάχιο]] υφάσματος, το οποίο έριχναν στους ώμους, συγκρατώντας το με [[περόνη]], για να προφυλάσσονται από τις καιρικές μεταβολές (α. «εδώ μ' αυτήν την χλαίναν μου όλος τετυλιγμένος», Βαλαωρ.<br />β. «χλαῑναν ἐμπαιγμοῡ τὸν κοσμήτορα πάντων ἐνδύεις», Ακολουθ. Μεγ. Σαββ.<br />γ. «ἀπ' ὤμοιιν χλαῑναν θέτο φοινικόεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[χλαίνη]]) ο [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], αλλ. [[μανδύας]] («...οι στρατιώτες τους φορούσαν μακριές σταχτοπράσινες χλαίνες»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανωφόρι]] από [[δέρμα]] ζώου («δοῡλος ἀλαίνων σὺν τ ᾷδε τράγου χλαίνᾳ μελέᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκέπασμα]] της κλίνης ή του στρώματος<br /><b>3.</b> (γενικά) [[κάλυμμα]] («χθονὸς τρίμοιρον χλαῑναν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., πιθ. [[δάνειο]] άγνωστης, όμως, προέλευσης, η οποία [[πρέπει]] να συνδεθεί [[οπωσδήποτε]] με τη λ. <i>χλαν</i>-<i>ίς</i>, [[σύνδεση]] η οποία οδηγεί σε ένα αρχικό θ. <i>χλᾰν</i>-, από όπου προήλθαν οι δύο τ. με διαφορετικά επιθήματα, -<i>jă</i> ο τ. [[χλαῖνα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χλαν</i>-<i>jα</i>) και -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ο τ. <i>χλαν</i>-<i>ίς</i>. Παρλλ., όμως, απαντούν και οι τ. [[χλαμύς]] και [[χλάνδιον]], οι οποίοι, τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική [[άποψη]], φαίνεται ότι ανήκουν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]]. Προκειμένου να ερμηνευθούν ικανοποιητικά όλοι αυτοί οι τ., έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η αρχική [[μορφή]] θ. ήταν <i>χλαμ</i>- (από όπου το <i>χλαμ</i>-<i>ύς</i> με [[επίθημα]] -<i>ύς</i>, -<i>ύδος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ἐμ</i>-<i>ύς</i>, <i>πηλαμ</i>-<i>ύς</i>), από την οποία προήλθε η [[μορφή]] <i>χλαν</i>- με [[τροπή]] του -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-: <i>χλαμ</i>-<i>jα</i> > <i>χλαν</i>-<i>jα</i> > [[χλαῖνα]] και <i>χλαμ</i>-<i>διον</i> > <i>χλάν</i>-<i>διον</i>. Ειδικότερα, όμως, για τον τ. [[χλάνδιον]] υποστηρίζεται από ορισμένους μελετητές ότι έχει προέλθει από τον τ. [[χλανίδιον]] με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>- αρχικά στις πλάγιες πτώσεις: <i>χλαν</i>-<i>ι</i>-[[δίον]], <i>χλαν</i>-<i>ι</i>-<i>δίῳ</i>. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι τ. [[χλαῖνα]], [[χλανίς]], [[χλαμύς]], [[χλάνδιον]] απαρτίζουν μια [[οικογένεια]] λ., οι [[μεταξύ]] τους, όμως, σχέσεις και η [[προέλευση]] τους δεν [[είναι]] δυνατόν να καθοριστούν με απόλυτη [[ακρίβεια]]. Τέλος, στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει ο τ. [[χλαίνη]] για το επανωφόρι τών στρατιωτικών]. | |||
}} | }} |