Anonymous

χλαῖνα: Difference between revisions

From LSJ
6
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / χλαῑνα, -αίνης, ΝΜΑ, και [[χλαίνη]] Ν<br />[[είδος]] χειμερινού ενδύματος από χοντρό και μεγάλο [[τεμάχιο]] υφάσματος, το οποίο έριχναν στους ώμους, συγκρατώντας το με [[περόνη]], για να προφυλάσσονται από τις καιρικές μεταβολές (α. «εδώ μ' αυτήν την χλαίναν μου όλος τετυλιγμένος», Βαλαωρ.<br />β. «χλαῑναν ἐμπαιγμοῡ τὸν κοσμήτορα πάντων ἐνδύεις», Ακολουθ. Μεγ. Σαββ.<br />γ. «ἀπ' ὤμοιιν χλαῑναν θέτο φοινικόεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[χλαίνη]]) ο [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], αλλ. [[μανδύας]] («...οι στρατιώτες τους φορούσαν μακριές σταχτοπράσινες χλαίνες»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανωφόρι]] από [[δέρμα]] ζώου («δοῡλος ἀλαίνων σὺν τ ᾷδε τράγου χλαίνᾳ μελέᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκέπασμα]] της κλίνης ή του στρώματος<br /><b>3.</b> (γενικά) [[κάλυμμα]] («χθονὸς τρίμοιρον χλαῑναν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., πιθ. [[δάνειο]] άγνωστης, όμως, προέλευσης, η οποία [[πρέπει]] να συνδεθεί [[οπωσδήποτε]] με τη λ. <i>χλαν</i>-<i>ίς</i>, [[σύνδεση]] η οποία οδηγεί σε ένα αρχικό θ. <i>χλᾰν</i>-, από όπου προήλθαν οι δύο τ. με διαφορετικά επιθήματα, -<i>jă</i> ο τ. [[χλαῖνα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χλαν</i>-<i>jα</i>) και -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ο τ. <i>χλαν</i>-<i>ίς</i>. Παρλλ., όμως, απαντούν και οι τ. [[χλαμύς]] και [[χλάνδιον]], οι οποίοι, τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική [[άποψη]], φαίνεται ότι ανήκουν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]]. Προκειμένου να ερμηνευθούν ικανοποιητικά όλοι αυτοί οι τ., έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η αρχική [[μορφή]] θ. ήταν <i>χλαμ</i>- (από όπου το <i>χλαμ</i>-<i>ύς</i> με [[επίθημα]] -<i>ύς</i>, -<i>ύδος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ἐμ</i>-<i>ύς</i>, <i>πηλαμ</i>-<i>ύς</i>), από την οποία προήλθε η [[μορφή]] <i>χλαν</i>- με [[τροπή]] του -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-: <i>χλαμ</i>-<i>jα</i> &GT; <i>χλαν</i>-<i>jα</i> &GT; [[χλαῖνα]] και <i>χλαμ</i>-<i>διον</i> &GT; <i>χλάν</i>-<i>διον</i>. Ειδικότερα, όμως, για τον τ. [[χλάνδιον]] υποστηρίζεται από ορισμένους μελετητές ότι έχει προέλθει από τον τ. [[χλανίδιον]] με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>- αρχικά στις πλάγιες πτώσεις: <i>χλαν</i>-<i>ι</i>-[[δίον]], <i>χλαν</i>-<i>ι</i>-<i>δίῳ</i>. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι τ. [[χλαῖνα]], [[χλανίς]], [[χλαμύς]], [[χλάνδιον]] απαρτίζουν μια [[οικογένεια]] λ., οι [[μεταξύ]] τους, όμως, σχέσεις και η [[προέλευση]] τους δεν [[είναι]] δυνατόν να καθοριστούν με απόλυτη [[ακρίβεια]]. Τέλος, στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει ο τ. [[χλαίνη]] για το επανωφόρι τών στρατιωτικών].
|mltxt=η / χλαῑνα, -αίνης, ΝΜΑ, και [[χλαίνη]] Ν<br />[[είδος]] χειμερινού ενδύματος από χοντρό και μεγάλο [[τεμάχιο]] υφάσματος, το οποίο έριχναν στους ώμους, συγκρατώντας το με [[περόνη]], για να προφυλάσσονται από τις καιρικές μεταβολές (α. «εδώ μ' αυτήν την χλαίναν μου όλος τετυλιγμένος», Βαλαωρ.<br />β. «χλαῑναν ἐμπαιγμοῡ τὸν κοσμήτορα πάντων ἐνδύεις», Ακολουθ. Μεγ. Σαββ.<br />γ. «ἀπ' ὤμοιιν χλαῑναν θέτο φοινικόεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[χλαίνη]]) ο [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], αλλ. [[μανδύας]] («...οι στρατιώτες τους φορούσαν μακριές σταχτοπράσινες χλαίνες»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανωφόρι]] από [[δέρμα]] ζώου («δοῡλος ἀλαίνων σὺν τ ᾷδε τράγου χλαίνᾳ μελέᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκέπασμα]] της κλίνης ή του στρώματος<br /><b>3.</b> (γενικά) [[κάλυμμα]] («χθονὸς τρίμοιρον χλαῑναν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., πιθ. [[δάνειο]] άγνωστης, όμως, προέλευσης, η οποία [[πρέπει]] να συνδεθεί [[οπωσδήποτε]] με τη λ. <i>χλαν</i>-<i>ίς</i>, [[σύνδεση]] η οποία οδηγεί σε ένα αρχικό θ. <i>χλᾰν</i>-, από όπου προήλθαν οι δύο τ. με διαφορετικά επιθήματα, -<i>jă</i> ο τ. [[χλαῖνα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χλαν</i>-<i>jα</i>) και -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] ο τ. <i>χλαν</i>-<i>ίς</i>. Παρλλ., όμως, απαντούν και οι τ. [[χλαμύς]] και [[χλάνδιον]], οι οποίοι, τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική [[άποψη]], φαίνεται ότι ανήκουν στην [[ίδια]] [[οικογένεια]]. Προκειμένου να ερμηνευθούν ικανοποιητικά όλοι αυτοί οι τ., έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η αρχική [[μορφή]] θ. ήταν <i>χλαμ</i>- (από όπου το <i>χλαμ</i>-<i>ύς</i> με [[επίθημα]] -<i>ύς</i>, -<i>ύδος</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ἐμ</i>-<i>ύς</i>, <i>πηλαμ</i>-<i>ύς</i>), από την οποία προήλθε η [[μορφή]] <i>χλαν</i>- με [[τροπή]] του -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-: <i>χλαμ</i>-<i>jα</i> &GT; <i>χλαν</i>-<i>jα</i> &GT; [[χλαῖνα]] και <i>χλαμ</i>-<i>διον</i> &GT; <i>χλάν</i>-<i>διον</i>. Ειδικότερα, όμως, για τον τ. [[χλάνδιον]] υποστηρίζεται από ορισμένους μελετητές ότι έχει προέλθει από τον τ. [[χλανίδιον]] με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>- αρχικά στις πλάγιες πτώσεις: <i>χλαν</i>-<i>ι</i>-[[δίον]], <i>χλαν</i>-<i>ι</i>-<i>δίῳ</i>. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι τ. [[χλαῖνα]], [[χλανίς]], [[χλαμύς]], [[χλάνδιον]] απαρτίζουν μια [[οικογένεια]] λ., οι [[μεταξύ]] τους, όμως, σχέσεις και η [[προέλευση]] τους δεν [[είναι]] δυνατόν να καθοριστούν με απόλυτη [[ακρίβεια]]. Τέλος, στη Νέα Ελληνική έχει επικρατήσει ο τ. [[χλαίνη]] για το επανωφόρι τών στρατιωτικών].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χλαῖνα:''' Ιων. [[χλαίνη]], -ης, ἡ, Λατ. [[laena]], μεγάλο [[τετράγωνο]] [[ένδυμα]] που φοριόταν από πάνω, [[μανδύας]], [[χιτώνας]], σε Όμηρ.· ήταν φτιαγμένο από [[μαλλί]] και φοριόταν πάνω από τον <i>χιτῶνα</i> πέφτοντας πάνω στους ώμους, και ενωνόταν με μια [[καρφίτσα]] ή [[πόρπη]] ([[περόνη]])· ονομαζόταν επίσης [[φᾶρος]], σε Όμηρ., και στα μεταγεν. ελληνικά [[ἱμάτιον]], Λατ. [[pallium]]. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}