τετρωβολίζω: Difference between revisions

41
(6_2)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρωβολίζω''': [[λαμβάνω]] τετρώβολον, τέσσαρας ὀβολούς, δηλ. ὑπηρετῶ ὡς [[στρατιώτης]] (ἴδε τετρώβολον), Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Στρατιώτισιν» 2.
|lstext='''τετρωβολίζω''': [[λαμβάνω]] τετρώβολον, τέσσαρας ὀβολούς, δηλ. ὑπηρετῶ ὡς [[στρατιώτης]] (ἴδε τετρώβολον), Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Στρατιώτισιν» 2.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[τετρώβολος]]<br /><b>1.</b> [[λαμβάνω]] [[ποσό]] τεσσάρων οβολών<br /><b>2.</b> [[υπηρετώ]] ως [[στρατιώτης]].
}}
}}