τετρωβολίζω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
receive four obols, i.e. to be a soldier (v. τετρώβολος ΙΙ), Theopomp.Com.55.
German (Pape)
[Seite 1100] vier Obolen bekommen, Theopomp. bei Poll. 9, 64.
Greek (Liddell-Scott)
τετρωβολίζω: λαμβάνω τετρώβολον, τέσσαρας ὀβολούς, δηλ. ὑπηρετῶ ὡς στρατιώτης (ἴδε τετρώβολον), Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Στρατιώτισιν» 2.
Greek Monolingual
Α τετρώβολος
1. λαμβάνω ποσό τεσσάρων οβολών
2. υπηρετώ ως στρατιώτης.