τρυγητός: Difference between revisions
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> récolte (moisson, vendange);<br /><b>2</b> époque de la récolte, des vendanges.<br />'''Étymologie:''' [[τρυγάω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> récolte (moisson, vendange);<br /><b>2</b> époque de la récolte, des vendanges.<br />'''Étymologie:''' [[τρυγάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[τρύγητος]] Α<br /><b>1.</b> η [[συγκομιδή]] των σταφυλιών, ο [[τρύγος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]]) η [[εποχή]] της [[παραπάνω]] συγκομιδής<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[συγκομιδή]] του μελιού και του κεριού από τις κυψέλες τών [[μελισσών]]<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] της [[παραπάνω]] συγκομιδής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[τρυγητός]]) α) η [[συγκομιδή]] τών δημητριακών και τών οπωρικών και γενικά τών ώριμων καρπών<br />β) η [[σοδειά]], η [[τρύγη]]<br />γ) [[αποξήρανση]] λίμνης<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] ο τ. [[τρύγητος]]) [[πατητήρι]], [[ληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρυγῶ</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἄμη</i>-<i>τος</i> / <i>ἀμη</i>-<i>τός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
τρυγητός: καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε Πολυδ. Α΄, 61. 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, τρύγος, Θουκ. 4. 84, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2. ΙΙ. = τρύγη, ὁ συγκομισθεὶς καρπός, «εἰσοδεία», Γραμμ. (Οἱ Γραμμ. ἐπιχειροῦσι νὰ διακρίνωσι τὴν σημασίαν ταύτην διὰ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε ἐν λέξ. ἄμητος)· «τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον» Ἀρκάδ. 81, 26. - Πρβλ. καὶ Θεογνώστ. Καν. 75, 13: «τρύγητος καὶ ἄμητος προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται· ἐπὶ γὰρ τῶν πράξεων ὀξύνεται», ἴδε καὶ Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 récolte (moisson, vendange);
2 époque de la récolte, des vendanges.
Étymologie: τρυγάω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τρύγητος Α
1. η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος
2. (κυρίως) η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
νεοελλ.-μσν.
1. η συγκομιδή του μελιού και του κεριού από τις κυψέλες τών μελισσών
2. η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
αρχ.
1. (κυρίως ο τ. τρυγητός) α) η συγκομιδή τών δημητριακών και τών οπωρικών και γενικά τών ώριμων καρπών
β) η σοδειά, η τρύγη
γ) αποξήρανση λίμνης
2. (κυρίως ο τ. τρύγητος) πατητήρι, ληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τος (πρβλ. ἄμη-τος / ἀμη-τός)].