τρυγητός

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγητός Medium diacritics: τρυγητός Low diacritics: τρυγητός Capitals: ΤΡΥΓΗΤΟΣ
Transliteration A: trygētós Transliteration B: trygētos Transliteration C: trygitos Beta Code: trughto/s

English (LSJ)

ὁ, drying up of a lake, Sch. Nic. Th. 368.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 récolte (moisson, vendange);
2 époque de la récolte, époque des vendanges.
Étymologie: τρυγάω.

Greek (Liddell-Scott)

τρυγητός: καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε Πολυδ. Α΄, 61. 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, τρύγος, Θουκ. 4. 84, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2. ΙΙ. = τρύγη, ὁ συγκομισθεὶς καρπός, «εἰσοδεία», Γραμμ. (Οἱ Γραμμ. ἐπιχειροῦσι νὰ διακρίνωσι τὴν σημασίαν ταύτην διὰ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε ἐν λέξ. ἄμητος)· «τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον» Ἀρκάδ. 81, 26. - Πρβλ. καὶ Θεογνώστ. Καν. 75, 13: «τρύγητος καὶ ἄμητος προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται· ἐπὶ γὰρ τῶν πράξεων ὀξύνεται», ἴδε καὶ Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τρύγητος Α
1. η συγκομιδή των σταφυλιών, ο τρύγος
2. (κυρίως) η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
νεοελλ.-μσν.
1. η συγκομιδή του μελιού και του κεριού από τις κυψέλες τών μελισσών
2. η εποχή της παραπάνω συγκομιδής
αρχ.
1. (κυρίως ο τ. τρυγητός) α) η συγκομιδή τών δημητριακών και τών οπωρικών και γενικά τών ώριμων καρπών
β) η σοδειά, η τρύγη
γ) αποξήρανση λίμνης
2. (κυρίως ο τ. τρύγητος) πατητήρι, ληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τος (πρβλ. ἄμητος / ἀμητός)].

Mantoulidis Etymological

τρύγητος (=τρύγος). Ἀπό τό τρυγάω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.