φιλόθυτος: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime à offrir des sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[θύω]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime à offrir des sacrifices.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[θύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει [[συχνά]]<br />2.<br />(για τελετές, εορτές) α) αυτός [[κατά]] τον οποίο γίνονται θυσίες<br />β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i> [Ι]), <b>πρβλ.</b> <i>βού</i>-<i>θυτος</i>].
}}
}}