φιλόθυτος

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόθῠτος Medium diacritics: φιλόθυτος Low diacritics: φιλόθυτος Capitals: ΦΙΛΟΘΥΤΟΣ
Transliteration A: philóthytos Transliteration B: philothytos Transliteration C: filothytos Beta Code: filo/qutos

English (LSJ)

φιλόθυτον
A, ὄργια φ. offered by zealous worshippers, A.Th.179 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1280] Opfer liebend, gern, gewöhnlich opfernd, ὄργια Aesch. Spt. 162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à offrir des sacrifices.
Étymologie: φίλος, θύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που του αρέσει να θυσιάζει συχνά
2.
(για τελετές, εορτές) α) αυτός κατά τον οποίο γίνονται θυσίες
β) αυτός που τελείται από άτομα που τους αρέσουν οι θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -θυτος (< θύω [Ι]), πρβλ. βούθυτος].

Russian (Dvoretsky)

φιλόθῠτος: соединенный с жертвоприношениями (ὄργια Aesch.).