φρένησις: Difference between revisions

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
(6_8)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρένησις''': -εως, ἡ, τὸ Λατ. phrenesis, [[φρενῖτις]], Senec. de Ira 1. 13, 3, Juv. 14. 136, Ser. Samm. 7. 90, κλπ.
|lstext='''φρένησις''': -εως, ἡ, τὸ Λατ. phrenesis, [[φρενῖτις]], Senec. de Ira 1. 13, 3, Juv. 14. 136, Ser. Samm. 7. 90, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α<br />[[φρενίτιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. σχηματισμένος από θ. <i>φρεν</i>- της λ. [[φρήν]], <i>φρενός</i> με κατάλ. -<i>η</i>-<i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>phren</i><i>ē</i><i>sis</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φρένησις: -εως, ἡ, τὸ Λατ. phrenesis, φρενῖτις, Senec. de Ira 1. 13, 3, Juv. 14. 136, Ser. Samm. 7. 90, κλπ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
φρενίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από θ. φρεν- της λ. φρήν, φρενός με κατάλ. -η-σις (πρβλ. λατ. phrenēsis)].